-
1 застёжка
застёжка ж η αγκράφα, η πόρπη η κόπιτσα (кнопка)' \застёжка-молния το φερμουάρ* * *жη αγκράφα, η πόρπη, η κόπιτσα ( кнопка)застёжка мо́лния — το φερμουά
-
2 крючок
-
3 пряжка
-
4 пряжка
пряжк||аж τό θηλυκωτήρι, ἡ πόρπη, ἡ ἀγκράφα/ ὁ τοκάς (на обуви):застегну́ть \пряжкау κουμπώνω τήν ἀγκράφα. -
5 застежка
застежкаж ἡ κόπ(ι)τσα / ἡ πόρπη, τό θηλυκωτήρι, ἡ ἀγκράφα (пряжка):\застежка у платья ἡ πόρπη, ἡ κόπτσα τοῦ φορέματος. -
6 крючок
крючокм1. ὁ γάντζος/ τό ἀγκίστρι, τό ἄγκιστρον (рыболовный)/ ἡ κόπιτσα, ἡ κόπτσα, ἡ ἀγκράφα, ἡ πόρπη (на платье):застегну́ть на \крючок κουμπώνω τίς ко-πίτσες· 2.:спусковой \крючок воен. ἡ σκανδάλη·3. перен (о человеке) разг уст. см. крючкотвор. -
7 пряжка
[πργιάσκα] ουσ. θ. θηλυκωτήρι, αγκράφα -
8 пряжка
[πργιάσκα] ουσ θ θηλυκωτήρι, αγκράφα -
9 аграф
-а α. παλ.περόνη, πόρπη, αγκράφα. -
10 застёжка
-и θ.αγκράφα, πόρπη, φερμουάρ κλπ. είδη κουμπώματος. -
11 крючок
-чка α.1. αγκιστρακι2. μανταλάκι. || αντικείμενο αγκιστροειδές•вязальный крючок βελονάκι πλεξίματος•
рыболовный ή удочный крючок αγκίστρι ψαρέματος.
3. (για γραφή) κλωθογυ-ριστές ουρίτσες.4. μτφ. γάντζωμα, προσκόλληση, πιάσιμο.5. μτφ. βλ. крючкотвор.6. κόπτσα, αγκράφα, πόρπη•крючок для застегивания пуговиц κουμπωτήρι, κόπτσα•
застегнуть на -и κουμπώνω με κόπτσες.
7. ουρά της σκαντάλης. -
12 пряжка
См. также в других словарях:
αγκράφα — η διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. agrafe] … Dictionary of Greek
αγκράφα — η (λ. γαλλ.), γυναικείο στολίδι, πόρπη, καρφίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπί — και κομπί, το (ΑM κομβίον) νεοελλ. 1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να… … Dictionary of Greek
φιούμπα — και φλιούμπα, η, Ν πόρπη υποδήματος, αγκράφα … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
θηλυκωτήρι — θηλυκωτήρι, το και θηλυκωτάρι, το γεν. ιού 1. κουμπωτήρι, εργαλείο των υποδηματοποιών. 2. πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρπη — η το θηλυκωτήρι, ο τοκάς, η αγκράφα η καρφίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιούμπα — φιούμπα, η και φλιούμπα, η (λ. ιταλ.), είδος πόρπης υποδήματος, αγκράφα, τοκάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)